αράχνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αράχνη | οι | αράχνες |
| γενική | της | αράχνης | των | αραχνών |
| αιτιατική | την | αράχνη | τις | αράχνες |
| κλητική | αράχνη | αράχνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αράχνη < αρχαία ελληνική ἀράχνη
Ουσιαστικό
αράχνη θηλυκό
- άπτερο ζωύφιο που πλέκει ιστό και ανήκει στα αρθρόποδα
- η αράχνη αναπνέει με πνεύμονες και έχει οκτώ πόδια
- (συνεκδοχικά) ιστός αράχνης
Σημειώσεις
- ως ιστός της αράχνης δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά αλλά υπονοεί ότι υπάρχει αράχνη εκεί που είναι ο ιστός, καθώς οι αράχνες κατοικούν μέσα στον ιστό τους, και ποτέ δεν χρησιμοποιείται για να καθορίσει σχήμα ιστού αράχνης
Εκφράσεις
- πιάνω αράχνες: αραχνιάζω
- έχω μείνει ακίνητος, ανενεργός για μεγάλο χρονικό διάστημα
- (για το μέρος όπου ζω) δεν έχει καθαριστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αράχνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
