γωνιόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γωνιόμετρο τα γωνιόμετρα
      γενική του γωνιομέτρου
& γωνιόμετρου
των γωνιομέτρων
    αιτιατική το γωνιόμετρο τα γωνιόμετρα
     κλητική γωνιόμετρο γωνιόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γωνιόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική goniomètre < γωνία + μέτρον

Ουσιαστικό

γωνιόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.