διαγώνιος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαγώνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγώνιος < → δείτε δια- + γωνία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈɣo.ni.os/ & /ðʝaˈɣo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γώ‐νι‐ος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαγώνιος | η | διαγώνια & διαγώνιος |
το | διαγώνιο |
| γενική | του | διαγώνιου & διαγωνίου |
της | διαγώνιας & διαγωνίου |
του | διαγώνιου & διαγωνίου |
| αιτιατική | τον | διαγώνιο | τη | διαγώνια & διαγώνιο |
το | διαγώνιο |
| κλητική | διαγώνιε | διαγώνια & διαγώνιε |
διαγώνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαγώνιοι | οι | διαγώνιες & διαγώνιοι |
τα | διαγώνια |
| γενική | των | διαγώνιων & διαγωνίων |
των | διαγώνιων & διαγωνίων |
των | διαγώνιων & διαγωνίων |
| αιτιατική | τους | διαγώνιους & διαγωνίους |
τις | διαγώνιες & διαγωνίους |
τα | διαγώνια |
| κλητική | διαγώνιοι | διαγώνιες & διαγώνιοι |
διαγώνια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
διαγώνιος, -α/-ος, -ο
- που ξεκινά από μια γωνία και καταλήγει σε μια άλλη, μη διαδοχική
- λοξός, όχι παράλληλος με μία από τις γραμμές που σχηματίζουν το πλαίσιο ενός αντικειμένου· ούτε οριζόντιος ούτε κατακόρυφος
- ↪ το πουκάμισο είχε διαγώνιες μπλε και άσπρες ρίγες
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαγώνιος | οι | διαγώνιοι (διαγώνιες) |
| γενική | της | διαγωνίου | των | διαγωνίων |
| αιτιατική | τη | διαγώνιο | τις | διαγωνίους (διαγώνιες) |
| κλητική | διαγώνιε (διαγώνιο) | διαγώνιοι (διαγώνιες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
διαγώνιος θηλυκό
- (γεωμετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που ξεκινά από μια γωνία ενός πολυγώνου και καταλήγει σε μια άλλη, μη διαδοχική
.png.webp)
Mια διαγώνιος ενώνει τα σημεία Α και Β.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαγώνιος < δια- + αρχαία ελληνική γων(ία) + -ιος
- για το ουσιαστικό: εννοείται (sc.) η λέξη γραμμή
Επίθετο
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | διαγώνιος | τὸ | διαγώνιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διαγωνίου | τοῦ | διαγωνίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διαγωνίῳ | τῷ | διαγωνίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | διαγώνιον | τὸ | διαγώνιον | ||
| κλητική ὦ! | διαγώνιε | διαγώνιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | διαγώνιοι | τὰ | διαγώνιᾰ | ||
| γενική | τῶν | διαγωνίων | τῶν | διαγωνίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διαγωνίοις | τοῖς | διαγωνίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διαγωνίους | τὰ | διαγώνιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | διαγώνιοι | διαγώνιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαγωνίω | τὼ | διαγωνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαγωνίοιν | τοῖν | διαγωνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
διαγώνιος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι διαγώνιος
Παράγωγα
- διαγωνίως (επίρρημα)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διαγώνιος | αἱ | διαγώνιοι |
| γενική | τῆς | διαγωνίου | τῶν | διαγωνίων |
| δοτική | τῇ | διαγωνίῳ | ταῖς | διαγωνίοις |
| αιτιατική | τὴν | διαγώνιον | τὰς | διαγωνίους |
| κλητική ὦ! | διαγώνιε | διαγώνιοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαγωνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαγωνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
διαγώνιος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , γεωμετρία) η διαγώνιος (γραμμή)
Πηγές
- διαγώνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.