kąt
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔ̃nt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
kąt (pl) αρσενικό
- γωνία
- (μαθηματικά), (κοινά) η περιοχή μεταξύ δύο ευθειών (ή δύο επιφανειών) που τέμνονται
- (μεταφορικά) ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα
- (μεταφορικά) γωνιά (το μέρος, το σπίτι)
Συγγενικά
- -kąt
- kącik
- kątomierz
- kątowy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.