γωνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γωνιά οι γωνιές
      γενική της γωνιάς των γωνιών
    αιτιατική τη γωνιά τις γωνιές
     κλητική γωνιά γωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γωνιά < μεσαιωνική ελληνική γωνιά < αρχαία ελληνική γωνία

Ουσιαστικό

γωνιά θηλυκό

  1. το ακριανό μέρος ενός χώρου, ο χώρος που σχηματίζεται ανάμεσα σε γειτονικές πλευρές ή επιφάνειες
     συνώνυμα: γωνία
  2. η συμβολή δύο δρόμων
     συνώνυμα: γωνία
  3. τόπος μακρινός ή σχετικά απομονωμένος
  4. (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) τζάκι
  5. (κεφαλονίτικο ιδίωμα) η εστία της κουζίνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.