γωνίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γωνίτσα οι γωνίτσες
      γενική της γωνίτσας
    αιτιατική τη γωνίτσα τις γωνίτσες
     κλητική γωνίτσα γωνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γωνίτσα < υποκοριστικό του γωνία

Ουσιαστικό

γωνίτσα θηλυκό

  1. μικρή γωνία
  2. (μεταφορικά) τόπος όπου κάποιος μπορεί να μείνει μόνος του για να ηρεμήσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.