γώνιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γώνιασμα τα γωνιάσματα
      γενική του γωνιάσματος των γωνιασμάτων
    αιτιατική το γώνιασμα τα γωνιάσματα
     κλητική γώνιασμα γωνιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γώνιασμα < γωνιάζω, γωνιασ- + -μα [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣo.ɲa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γώνιασμα

Ουσιαστικό

γώνιασμα ουδέτερο

  1. η δημιουργία γωνίας, συνήθως ορθής
  2. η τοποθέτηση αντικειμένου σε μια γωνία

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γώνιασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «γωνία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.