γώνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γώνιασμα | τα | γωνιάσματα |
| γενική | του | γωνιάσματος | των | γωνιασμάτων |
| αιτιατική | το | γώνιασμα | τα | γωνιάσματα |
| κλητική | γώνιασμα | γωνιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣo.ɲa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γώ‐νια‐σμα
Ουσιαστικό
γώνιασμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
γώνιασμα
|
|
Αναφορές
- γώνιασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «γωνία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.