γωνιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γωνιακός η γωνιακή το γωνιακό
      γενική του γωνιακού της γωνιακής του γωνιακού
    αιτιατική τον γωνιακό τη γωνιακή το γωνιακό
     κλητική γωνιακέ γωνιακή γωνιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γωνιακοί οι γωνιακές τα γωνιακά
      γενική των γωνιακών των γωνιακών των γωνιακών
    αιτιατική τους γωνιακούς τις γωνιακές τα γωνιακά
     κλητική γωνιακοί γωνιακές γωνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γωνιακός < γωνία

Επίθετο

γωνιακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.