γωνιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γωνιαίος | η | γωνιαία | το | γωνιαίο |
| γενική | του | γωνιαίου | της | γωνιαίας | του | γωνιαίου |
| αιτιατική | τον | γωνιαίο | τη | γωνιαία | το | γωνιαίο |
| κλητική | γωνιαίε | γωνιαία | γωνιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γωνιαίοι | οι | γωνιαίες | τα | γωνιαία |
| γενική | των | γωνιαίων | των | γωνιαίων | των | γωνιαίων |
| αιτιατική | τους | γωνιαίους | τις | γωνιαίες | τα | γωνιαία |
| κλητική | γωνιαίοι | γωνιαίες | γωνιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γωνιαίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γωνιαῖος < αρχαία ελληνική γωνία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣo.niˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γω‐νι‐αί‐ος
Επίθετο
γωνιαίος, -α, -ο
Σύνθετα
Μεταφράσεις
γωνιαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.