γωνιόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γωνιόλιθος | οι | γωνιόλιθοι |
| γενική | του | γωνιόλιθου & γωνιολίθου |
των | γωνιόλιθων & γωνιολίθων |
| αιτιατική | τον | γωνιόλιθο | τους | γωνιόλιθους & γωνιολίθους |
| κλητική | γωνιόλιθε | γωνιόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γωνιόλιθος
|
→ δείτε τη λέξη ακρογωνιαίος λίθος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.