κώχη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κώχη οι κώχες
      γενική της κώχης των κωχών
    αιτιατική την κώχη τις κώχες
     κλητική κώχη κώχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κώχη < κόγχη < αρχαία ελληνική κόγχη < προελληνική [1] ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kongʰ- (κέλυφος, κοχύλι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώχη

Ουσιαστικό

κώχη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.