αμάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμάθεια οι αμάθειες
      γενική της αμάθειας των αμαθειών
    αιτιατική την αμάθεια τις αμάθειες
     κλητική αμάθεια αμάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμάθεια < αμαθής, αρχαία ελληνική ἀμαθία

Ουσιαστικό

αμάθεια θηλυκό

  1. άγνοια
  2. αμορφωσιά
  3. αγραμματοσύνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.