αγνωσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγνωσία | οι | αγνωσίες |
| γενική | της | αγνωσίας | των | αγνωσιών |
| αιτιατική | την | αγνωσία | τις | αγνωσίες |
| κλητική | αγνωσία | αγνωσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγνωσία < αρχαία ελληνική ἀγνωσία
Ουσιαστικό
αγνωσία θηλυκό
- η άγνοια
- (ιατρική) η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης προσώπων, σχημάτων, ήχων, οσμών κ.λπ. λόγω αδυναμίας του εγκεφάλου να επεξεργαστεί τα ερεθίσματα που λαμβάνονται από κάποιο αισθητήριο όργανο (πρόκειται δηλαδή για βλάβη του ίδιου του εγκεφαλικού φλοιού και όχι των αισθητηρίων οργάνων)
- (φιλοσοφία) αγνωσιαρχία
Συγγενικά
-
Agnosia στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.