εν γνώσει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν γνώσει
- (λόγιο) γνωρίζοντας, έχοντας επίγνωση ενός πράγματος
- ↪ έκανε αυτήν την τελευταία προσπάθεια εν γνώσει του ότι δεν είχε πολλές ελπίδες επιτυχίας
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εν γνώσει
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.