γερουσιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερουσιαστής οι γερουσιαστές
      γενική του γερουσιαστή των γερουσιαστών
    αιτιατική τον γερουσιαστή τους γερουσιαστές
     κλητική γερουσιαστή γερουσιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερουσιαστής < ελληνιστική κοινή γερουσιαστής < αρχαία ελληνική γερουσία < γέρων

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.ɾu.si.aˈstis/

Ουσιαστικό

γερουσιαστής αρσενικό (θηλυκό: γερουσιάστρια, γερουσιαστίνα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.