πουστόγερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πουστόγερος | οι | πουστόγεροι |
| γενική | του | πουστόγερου | των | πουστόγερων |
| αιτιατική | τον | πουστόγερο | τους | πουστόγερους |
| κλητική | πουστόγερε | πουστόγεροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- βρομόγερος
- γεροπαραλυμένος
- κωλόγερος
- σκατόγερος
Μεταφράσεις
πουστόγερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.