γερόλυκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γερόλυκος | οι | γερόλυκοι |
| γενική | του | γερόλυκου | των | γερόλυκων |
| αιτιατική | τον | γερόλυκο | τους | γερόλυκους |
| κλητική | γερόλυκε | γερόλυκοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γερόλυκος αρσενικό
- ένας γερασμένος λύκος
- (μεταφορικά) άνθρωπος μεγάλης ηλικίας με αξιόλογη δράση σε έναν τομέα, βετεράνος
- ο γερόλυκος της ροκ επιστρέφει με νέες συναυλίες
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.