γέροντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γέροντας οι γέροντες
& γερόντοι
      γενική του γέροντα των γερόντων
    αιτιατική τον γέροντα τους γέροντες
& γερόντους
     κλητική γέροντα γέροντες
& γερόντοι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέροντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέροντας < αιτιατική γέροντα του αρχαία ελληνική γέρων.[1] Δείτε και γέρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.ɾon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέροντας

Ουσιαστικό

γέροντας αρσενικό (θηλυκό γερόντισσα)

  1. ηλικιωμένος άντρας, γέρος (ως προσφώνηση δείχνει σεβασμό)
  2. ο μοναχός
  3. προεστός, δημογέροντας (και πληθυντικός οι γερόντοι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γέροντας < αιτιατική ενικού γέροντα του αρχαία ελληνική γέρων. Δείτε και γέρος

Ουσιαστικό

γέροντας αρσενικό (θηλυκό γερόντισσα)

  1. γέρος, ηλικιωμένος
      ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση,
    οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση (@books.google, έκδοση 1860, A, 79-80 (15901610) Βιτσέντζος Κορνάρος)
  2. μοναχός
  3. δημογέροντας, προεστός
  4. μέλος συμβουλευτικού σώματος
  5. (ως επίθετο)  δείτε  συγκριτικός βαθμός: γεροντότερος

Κλιτικοί τύποι

  • γερόντου (γενική ενικού)
  • γέροντα (γενική, αιτιατική ενικού)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.