βοϊδόνευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βοϊδόνευρο | τα | βοϊδόνευρα |
| γενική | του | βοϊδόνευρου | των | βοϊδόνευρων |
| αιτιατική | το | βοϊδόνευρο | τα | βοϊδόνευρα |
| κλητική | βοϊδόνευρο | βοϊδόνευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βοϊδόνευρο < βοϊδο- + νεύρο < μεσαιωνική ελληνική βούνευρον < αρχαία ελληνική βοῦς + νεῦρον
Μεταφράσεις
βοϊδόνευρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.