*gʷous

Πρωτοελληνική γλώσσα (grk-pro)

ανασυντεθειμένοι τύποι
ανασυντεθειμένοι τύποι
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας
όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας
- μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος -
 

Ετυμολογία

*gʷous < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷṓws

Ουσιαστικό

*gʷous αρσενικό ή θηλυκό

Απόγονοι

*gʷous (πρωτοελληνική)

μυκηναϊκή διάλεκτος: 𐀦𐀃 (qo-o)
αρχαία ελληνικά: βοῦς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.