βραδύνους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | βραδύνους | το | βραδύνουν | ||
| γενική | του/της | βραδύνου | του | βραδύνου | ||
| αιτιατική | τον/τη | βραδύνου | το | βραδύνουν | ||
| κλητική | βραδύνους* | βραδύνουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | βραδύνοες | τα | βραδύνοα | ||
| γενική | των | βραδυνόων | των | βραδυνόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | βραδύνοες | τα | βραδύνοα | ||
| κλητική | βραδύνοες | βραδύνοα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. Δείτε και βραδύνοος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραδύνους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βραδύνους (όψιμη ελληνιστική ή μεσαιωνική), βραδύ- + -νους, συνηρημένου τύπου του βραδύνοος < αρχαία ελληνική βραδύς + νοῦς / νόος
Επίθετο
βραδύνους, -ους, -ουν
- (λόγιο) που σκέπτεται ή αντιλαμβάνεται κάτι με χαρακτηριστική βραδύτητα
- άλλες μορφές: βραδύνοος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| βρᾰδῠνοο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βραδύνους | τὸ | βραδύνουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βραδύνου | τοῦ | βραδύνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βραδύνῳ | τῷ | βραδύνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βραδύνουν | τὸ | βραδύνουν | ||
| κλητική ὦ! | βραδύνους | βραδύνουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βραδῦνοι | τὰ | βραδύνοᾰ | ||
| γενική | τῶν | βραδύνων | τῶν | βραδύνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βραδύνοις | τοῖς | βραδύνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βραδύνους | τὰ | βραδύνοᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βραδύνοι | βραδύνοᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραδύνω | τὼ | βραδύνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βραδύνοιν | τοῖν | βραδύνοιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." Μόνο συνηρημένο." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- βραδύνοος
Αντώνυμα
- ἀγχίνους / ἀγχίνοος
Πηγές
- βραδύνους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.