αδιάκριτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάκριτος η αδιάκριτη το αδιάκριτο
      γενική του αδιάκριτου της αδιάκριτης του αδιάκριτου
    αιτιατική τον αδιάκριτο την αδιάκριτη το αδιάκριτο
     κλητική αδιάκριτε αδιάκριτη αδιάκριτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάκριτοι οι αδιάκριτες τα αδιάκριτα
      γενική των αδιάκριτων των αδιάκριτων των αδιάκριτων
    αιτιατική τους αδιάκριτους τις αδιάκριτες τα αδιάκριτα
     κλητική αδιάκριτοι αδιάκριτες αδιάκριτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιάκριτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιάκριτος (που δεν διακρίνεται)
για τη σημασία «που δεν έχει διακριτικότητα»: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indiscret[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈði̯a.kɾi.tos/ & /aˈðʝa.kɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδιάκριτος / αδιάκριτος
τονικό παρώνυμο: αδιακρίτως

Επίθετο

αδιάκριτος, -η, -ο

  1. που δεν διακρίνεται, δεν φαίνεται καλά
     συνώνυμα: αδιόρατος, αξεχώριστος, δυσδιάκριτος
     αντώνυμα: διακριτός
  2. που επεμβαίνει στην προσωπική ζωή των άλλων, που δεν έχει διακριτικότητα
     αντώνυμα: διακριτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.