μυρωδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυρωδιά | οι | μυρωδιές |
| γενική | της | μυρωδιάς | των | μυρωδιών |
| αιτιατική | τη | μυρωδιά | τις | μυρωδιές |
| κλητική | μυρωδιά | μυρωδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυρωδιά < μεσαιωνική ελληνική μυρωδιά / μυρωδία < ελληνιστική κοινή μυρώδης < αρχαία ελληνική μύρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.ɾoˈðʝa/
Ουσιαστικό
μυρωδιά θηλυκό
- ιδιαίτερο χαρακτηριστικό υλικών σωμάτων που γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση της όσφρησης κατά τρόπο ευχάριστο ή δυσάρεστο
- (μεταφορικά) ψήγμα γνώσης, νύξη, ψύλλιασμα, μία ισχνή ιδέα (πχ. για το τι συμβαίνει)
- (μεταφορικά) ακαθόριστη ή ελάχιστη ιδέα
Εκφράσεις
- παίρνω μυρωδιά: αντιλαμβάνομαι ή απολαμβάνω κάτι, αλλά πολύ λίγο
- ένα χρόνο κάνει αγγλικά και δεν έχει πάρει μυρωδιά ακόμα (δεν έχει μάθει τίποτα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.