καί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kmt

Σύνδεσμος

καί

  1. και (συνδέει κατά παράταξη όμοιες προτάσεις ή όμοιους όρους πρότασης)
  2. και, επίσης (δηλώνει προσθήκη)
  3. ακόμη και (επιδοτικός)
  4. αν και (εναντιωματικός, πριν από μετοχές)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.