σκώληξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκώληξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκώληξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsko.liks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκώ‐ληξ
Πηγές
- λήγουν σε -σκώληξ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σκωληκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | σκώληξ | οἱ | σκώληκες | |
| γενική | τοῦ | σκώληκος | τῶν | σκωλήκων | |
| δοτική | τῷ | σκώληκῐ | τοῖς | σκώληξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | σκώληκᾰ | τοὺς | σκώληκᾰς | |
| κλητική ὦ! | σκώληξ | σκώληκες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκώληκε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκωλήκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σκώληξ < θέμα σκωλ- < *σκῶλ-ος (καμπύλη, κυρτότητα) + -ηκ (χαρακτηριστικό επίθημα για μικρά ζώα ή έντομα) + -ς > -ηξ [1] < σκωλ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel- (κάμπτω, λυγίζω). Από την ίδια ρίζα: το σκώλοιοι του Ησύχιου, το σκέλος[2]
Αναφορές
- σκουλήκι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.), σελ. 386
Πηγές
- σκώληξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκώληξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.