δυσωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσωδία οι δυσωδίες
      γενική της δυσωδίας των δυσωδιών
    αιτιατική τη δυσωδία τις δυσωδίες
     κλητική δυσωδία δυσωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσωδία < αρχαία ελληνική < δυσώδης

Ουσιαστικό

δυσωδία θηλυκό

  • η δυσάρεστη οσμή (και μεταφορικά)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.