καθαριότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθαριότητα οι καθαριότητες
      γενική της καθαριότητας των καθαριοτήτων
    αιτιατική την καθαριότητα τις καθαριότητες
     κλητική καθαριότητα καθαριότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαριότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθαριότης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θa.ɾiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθαριότητα

Ουσιαστικό

καθαριότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του καθαρού
    η καθαριότητα της πόλης είναι υποδειγματική
  2. οι ενέργειες που γίνονται για να καθαριστεί ένα μέρος
    σήμερα έχουμε γενική καθαριότητα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.