βρέμω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bherem-. Συγγενές με τις λέξεις βροντή, βρόμος, βριμάομαι, βρίμημα, ίσως και με το χρεμετίζω, καθώς και το (λατινικά) fremo

Ρήμα

βρέμω

  1. βγάζω δυνατό ήχο, παράγω κρότο, θορυβώ
  2. βρυχώμαι, προκαλώ κλαγγές
  3. κραυγάζω
  4. (μέσο) βρέμομαι: κλαίω, θρηνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.