βραχύς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχύς η βραχεία το βραχύ
      γενική του βραχύ
& βραχέος
της βραχείας του βραχέος
    αιτιατική τον βραχύ τη βραχεία το βραχύ
     κλητική βραχύ βραχεία βραχύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχείς οι βραχείες τα βραχέα
      γενική των βραχέων των βραχειών των βραχέων
    αιτιατική τους βραχείς τις βραχείες τα βραχέα
     κλητική βραχείς βραχείες βραχέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus < *mreǵʰ- +‎ *-us

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾaˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βραχύς

Επίθετο

βραχύς, -εία, -ύ, συγκριτικός: βραχύτερος, υπερθετικός:  βραχύτατος

  1. σύντομος σε διάρκεια
  2. λίγος
  3. κοντός ή με μικρές διαστάσεις
  4. (γραμματική, φωνητική) συνώνυμο του βραχύχρονος
    τα βραχέα φωνήεντα είναι το έψιλον και το όμικρον

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • βραχυ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βραχυ- στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία

βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus < *mreǵʰ- +‎ *-us

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.