βραχυπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραχυπρόθεσμος | η | βραχυπρόθεσμη | το | βραχυπρόθεσμο |
| γενική | του | βραχυπρόθεσμου | της | βραχυπρόθεσμης | του | βραχυπρόθεσμου |
| αιτιατική | τον | βραχυπρόθεσμο | τη | βραχυπρόθεσμη | το | βραχυπρόθεσμο |
| κλητική | βραχυπρόθεσμε | βραχυπρόθεσμη | βραχυπρόθεσμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραχυπρόθεσμοι | οι | βραχυπρόθεσμες | τα | βραχυπρόθεσμα |
| γενική | των | βραχυπρόθεσμων | των | βραχυπρόθεσμων | των | βραχυπρόθεσμων |
| αιτιατική | τους | βραχυπρόθεσμους | τις | βραχυπρόθεσμες | τα | βραχυπρόθεσμα |
| κλητική | βραχυπρόθεσμοι | βραχυπρόθεσμες | βραχυπρόθεσμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραχυπρόθεσμος < βραχυ- + προθεσμία + -ος
Επίθετο
βραχυπρόθεσμος -η -ο
- που έχει μικρή διάρκεια, που λήγει σύντομα
- (λογιστική) χρονική διάρκεια που αφορά λίγους μήνες, το πολύ 12 μήνες, μια χρήση
- → δείτε τη λέξη βραχυπρόθεσμο ενεργητικό
Συγγενικά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.