βραχυπρόθεσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυπρόθεσμος η βραχυπρόθεσμη το βραχυπρόθεσμο
      γενική του βραχυπρόθεσμου της βραχυπρόθεσμης του βραχυπρόθεσμου
    αιτιατική τον βραχυπρόθεσμο τη βραχυπρόθεσμη το βραχυπρόθεσμο
     κλητική βραχυπρόθεσμε βραχυπρόθεσμη βραχυπρόθεσμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυπρόθεσμοι οι βραχυπρόθεσμες τα βραχυπρόθεσμα
      γενική των βραχυπρόθεσμων των βραχυπρόθεσμων των βραχυπρόθεσμων
    αιτιατική τους βραχυπρόθεσμους τις βραχυπρόθεσμες τα βραχυπρόθεσμα
     κλητική βραχυπρόθεσμοι βραχυπρόθεσμες βραχυπρόθεσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραχυπρόθεσμος < βραχυ- + προθεσμία + -ος

Επίθετο

βραχυπρόθεσμος -η -ο

  1. που έχει μικρή διάρκεια, που λήγει σύντομα
  2. (λογιστική) χρονική διάρκεια που αφορά λίγους μήνες, το πολύ 12 μήνες, μια χρήση
     δείτε τη λέξη βραχυπρόθεσμο ενεργητικό

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.