βραχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βραχύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βραχύνω < αρχαία ελληνική βραχύς

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾaˈçi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βραχύνω

Ρήμα

βραχύνω, πρτ.: βράχυνα, αόρ.: βράχυνα, παθ.φωνή: βραχύνομαι, π.αόρ.: βραχύνθηκα

  1. κάνω κάτι βραχύ ή βραχύτερο
     συνώνυμα: συντομεύω, μικραίνω
  2. (γραμματική) τρέπω σε βραχύχρονη μια μακρόχρονη συλλαβή
  3. (στρατιωτικός όρος) μειώνω το βεληνεκές βολής
  4. μειώνω την έκταση του τροχασμού ενός αλόγου

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βραχύς

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βραχύνω < βραχ(ύς) + -ύνω [1]

Ρήμα

βρᾰχύνω

  1. (ελληνιστική κοινή) κάνω κάτι βραχύ, κοντό
  2. (ελληνιστική κοινή , γραμματική) προφέρω μια συλλαβή ως βραχύχρονη συλλαβή

Αντώνυμα

μέσης φωνής (βραχύνομαι)

  • μηκύνομαι

Παράγωγα

  • βραχυνόμενος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Αναφορές

  1. βραχύς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.