βραχύτερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραχύτερος | η | βραχύτερη | το | βραχύτερο |
| γενική | του | βραχύτερου | της | βραχύτερης | του | βραχύτερου |
| αιτιατική | τον | βραχύτερο | τη | βραχύτερη | το | βραχύτερο |
| κλητική | βραχύτερε | βραχύτερη | βραχύτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραχύτεροι | οι | βραχύτερες | τα | βραχύτερα |
| γενική | των | βραχύτερων | των | βραχύτερων | των | βραχύτερων |
| αιτιατική | τους | βραχύτερους | τις | βραχύτερες | τα | βραχύτερα |
| κλητική | βραχύτεροι | βραχύτερες | βραχύτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χύ‐τε‐ρος
Συνώνυμα
Παράγωγα
- βραχύτερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
βραχύτερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.