βραχυκατάληκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυκατάληκτος η βραχυκατάληκτη το βραχυκατάληκτο
      γενική του βραχυκατάληκτου της βραχυκατάληκτης του βραχυκατάληκτου
    αιτιατική τον βραχυκατάληκτο τη βραχυκατάληκτη το βραχυκατάληκτο
     κλητική βραχυκατάληκτε βραχυκατάληκτη βραχυκατάληκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυκατάληκτοι οι βραχυκατάληκτες τα βραχυκατάληκτα
      γενική των βραχυκατάληκτων των βραχυκατάληκτων των βραχυκατάληκτων
    αιτιατική τους βραχυκατάληκτους τις βραχυκατάληκτες τα βραχυκατάληκτα
     κλητική βραχυκατάληκτοι βραχυκατάληκτες βραχυκατάληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραχυκατάληκτος < ελληνιστική κοινή βραχυκατάληκτος

Επίθετο

βραχυκατάληκτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.