επιμήκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η επιμήκης το επίμηκες
      γενική του/της επιμήκους* του επιμήκους
    αιτιατική τον/την επιμήκη το επίμηκες
     κλητική επιμήκη επίμηκες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμήκεις τα επιμήκη
      γενική των επιμήκων των επιμήκων
    αιτιατική τους/τις επιμήκεις τα επιμήκη
     κλητική επιμήκεις επιμήκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιμήκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμήκης < ἐπί + μῆκ(ος) + -ης. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + μήκ(ος) + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈmi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιμήκης
ομόηχο: επιμήκεις

Επίθετο

επιμήκης, -ης, επίμηκες

  1. (λόγιο) αυτός που είναι μακρύς και στενός, με μήκος μεγαλύτερο από το πλάτος
      19ος αιώνας (και στην καθαρεύουσα: ἐπιμήκης) Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, Α, 1879 [μεταγραφή σε μονοτονικό]
    Έξωθεν τείχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου διά πύλης σιδηράς κλεισμένης την νύκτα.

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και μήκος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.