βραχυλογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραχυλογία | οι | βραχυλογίες |
| γενική | της | βραχυλογίας | των | βραχυλογιών |
| αιτιατική | τη | βραχυλογία | τις | βραχυλογίες |
| κλητική | βραχυλογία | βραχυλογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραχυλογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική brachylogie < brachy- < αρχαία ελληνική βραχυ- + -logie < -λογία < βραχύς + λογ-, λέγω. Μορφολογικά < αρχαία ελληνική βραχυλογία[1] < βραχυλόγος
- η σημασία για το σχήμα λόγου «έλλειψη» ήδη στον Ευστάθιο: βραχυλογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾa.çi.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χυ‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
βραχυλογία θηλυκό
- η συντομία στα λόγια, λακωνισμός
- ≈ συνώνυμα: λακωνικότητα, → δείτε και τις λέξεις ολιγολογία και επιγραμματικότητα[2]
- (γραμματική, σχήμα λόγου) η παράλειψη λέξεων που εύκολα εννοούνται
Αναφορές
- βραχυλογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βραχυλογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ετυμολογία
- βραχυλογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχυλογία. Μορφολογικά αναλύεται σε βραχυ- + -λογία
Ουσιαστικό
βραχυλογία θηλυκό
- (γραμματική, σχήμα λόγου, σε σχόλια) βραχυλογία στη σημασία έλλειψη
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα. Romae: apud Antonium Bladum, 1542 p.187, 28 & έκδοση του 1817
- αἰολέων δὲ ἡ τȣ̂ τοῦ μάψ βραχυλογία, ἐκ τοῦ Μάτην.
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα. Romae: apud Antonium Bladum, 1542 p.187, 28 & έκδοση του 1817
Συγγενικά
- βραχυλόγημα (με γενική σημασία)
- βραχυλογικός
- βραχυλογικῶς
- βραχυλεξία
Πηγές
- βραχυλογία - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βρᾰχῠλογῐα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | βραχυλογίᾱ | αἱ | βραχυλογίαι | |
| γενική | τῆς | βραχυλογίᾱς | τῶν | βραχυλογιῶν | |
| δοτική | τῇ | βραχυλογίᾳ | ταῖς | βραχυλογίαις | |
| αιτιατική | τὴν | βραχυλογίᾱν | τὰς | βραχυλογίᾱς | |
| κλητική ὦ! | βραχυλογίᾱ | βραχυλογίαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραχυλογίᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βραχυλογίαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βραχυλογία < βραχύλογ(ος) / βραχυλόγ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε βραχυ- + -λογία → δείτε βραχύς + λογ- λέγω
Ουσιαστικό
βραχυλογία, -ας θηλυκό
- συντομία στον λόγο, προφορικό ή γραπτό, λακωνικότητα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 343b
- βραχυλογία τις Λακωνική
- ≠ αντώνυμα: μῆκος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 343b
- ιωνικός τύπος : βραχυλογίη
- μεσαιωνικά ελληνικά: βραχυλογία (ως σχήμα λόγου)
Πηγές
- βραχυλογία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραχυλογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.