τσοπάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσοπάνος οι τσοπάνοι
      γενική του τσοπάνου των τσοπάνων
    αιτιατική τον τσοπάνο τους τσοπάνους
     κλητική τσοπάνε τσοπάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσοπάνος < τσοπάν(ης) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡soˈpa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσοπάνος

Ουσιαστικό

τσοπάνος αρσενικό (θηλυκό τσοπάνισσα)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.