ποιμένας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποιμένας οι ποιμένες
      γενική του ποιμένα
& ποιμένος
των ποιμένων
    αιτιατική τον ποιμένα τους ποιμένες
     κλητική ποιμένα ποιμένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποιμένας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιμήν (αιτιατική: ποιμένα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *poh₂imn̥ / *poh₂imen < *peh₂- (προστατεύω) + *-men

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈme.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποιμένας

Ουσιαστικό

ποιμένας αρσενικό (θηλυκό ποιμενίδα)

  1. (κυριολεκτικά, λόγιο, επάγγελμα) ο βοσκός
  2. (μεταφορικά, θρησκεία) ο χριστιανικός πνευματικός ηγέτης
  3. (ειδικότερα, ιστορία) η προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του τέταρτου βαθμού (τέταρτη τάξη) της Φιλικής Εταιρείας
    προηγούμενος βαθμός: ιερέας
    επόμενος βαθμός: αρχιποιμένας
      Οι Ποιμένες εις την Εταιρείαν ήσαν ανώτερος βαθμός των Ιερέων και οι Αρχιποιμένες ανώτεροι των Ποιμένων. Οι αφιερωμένοι είχαν ιδιαίτερον όρκον. Αλλά ο όρκος των ιερέων ήτο εκείνος που περιείχε τας ζωηροτέρας εκφράσεις.
    Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄. Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου, ²1940, σ. 136.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ποίμνιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.