βοσκότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοσκότοπος οι βοσκότοποι
      γενική του βοσκότοπου των βοσκότοπων
    αιτιατική τον βοσκότοπο τους βοσκότοπους
     κλητική βοσκότοπε βοσκότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοσκότοπος < βοσκ(ή) + -ό- + -τοπος
Βοσκότοπος στη Γεωργία.

Ουσιαστικό

βοσκότοπος αρσενικό

  • οποιαδήποτε περιοχή κατάλληλη για ελεύθερη βοσκή, π.χ. λιβάδια, κατάφυτες πλαγιές βουνών κ.λπ. όπου παρέχουν πλούσια χορτονομή

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.