ποιμήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ποιμην-, ποιμεν- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ποιμήν | οἱ | ποιμένες | |
| γενική | τοῦ | ποιμένος | τῶν | ποιμένων | |
| δοτική | τῷ | ποιμένῐ | τοῖς | ποιμέσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | ποιμένᾰ | τοὺς | ποιμένᾰς | |
| κλητική ὦ! | ποιμήν | ποιμένες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποιμένε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποιμένοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
ποιμήν < θέμα ποι- + -μήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *poh₂imn̥, *poh₂imen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω) + *-men. Συγγενές με την μυκηναϊκή 𐀡𐀕, τη λατινική pascō, pāstor, τη σανσκριτική पाति (pā́ti) και την αγγλοσαξονική fōda, fēdan
Ουσιαστικό
ποιμήν αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ποιμένας, βοσκός
- (μεταφορικά) ο ηγέτης, αρχηγός
- (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) διδάσκαλος, αρχηγός του ποιμνίου
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ποιμην-, ποιμεν-
ποιμην-, ποιμεν-
παράγωγα & σύνθετα
- ἀποίμαντος
- ἀρχιποίμην
- βουποίμην
- διαποιμαίνω
- ἐπιποιμήν
- ποιμαίνω
- ποιμάν
- ποιμανδρία
- ποιμανόριον
- ποιμαντήρ
- ποιμαντικός
- ποιμάνωρ
- ποιμασία
- ποιμενικός
- ποιμένιον
- ποιμένιος
- ποιμένισσα
- ποιμεντάριος
- ποιμή
- ποίμνα
- ποίμνη
- ποιμνήϊος
- ποιμνήιος
- ποίμνηθεν
- ποιμνικός
- ποίμνιον
- ποίμνιος
- ποιμνιοτρόφος
- ποιμνίτης
- συμποιμαίνομαι
- συμποιμαίνω
- Φιλοποίμην
- φιλοποίμνιος
- φιτυποίμην
Πηγές
- ποιμήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποιμήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.