βοσκικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοσκικός η βοσκική το βοσκικό
      γενική του βοσκικού της βοσκικής του βοσκικού
    αιτιατική τον βοσκικό τη βοσκική το βοσκικό
     κλητική βοσκικέ βοσκική βοσκικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοσκικοί οι βοσκικές τα βοσκικά
      γενική των βοσκικών των βοσκικών των βοσκικών
    αιτιατική τους βοσκικούς τις βοσκικές τα βοσκικά
     κλητική βοσκικοί βοσκικές βοσκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βοσκικός < βοσκός + -ικός

Επίθετο

βοσκικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον βοσκό ή τη βοσκή ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) η τέχνη του βοσκού ή η σχετική ενασχόληση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.