Βοσκόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βοσκόπουλος | οι | Βοσκόπουλοι & Βοσκοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Βοσκόπουλου & Βοσκοπούλου |
των | Βοσκόπουλων2 & Βοσκοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Βοσκόπουλο | τους | Βοσκόπουλους3 & Βοσκοπουλαίους |
| κλητική | Βοσκόπουλε | Βοσκόπουλοι & Βοσκοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βοσκοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βοσκοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βοσκόπουλος < βοσκόπουλο ή Βοσκ(ός) / βοσκ(ός) + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /voˈsko.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βο‐σκό‐που‐λος
-
Τόλης Βοσκόπουλος στη Βικιπαίδεια
(1940-2021), Έλληνας τραγουδιστής και ηθοποιός του κινηματογράφου
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Воскопулос
- λατινικοί χαρακτήρες: Voskopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.