τσοπάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσοπάνης | οι | τσοπάνηδες & τσοπαναραίοι |
| γενική | του | τσοπάνη | των | τσοπάνηδων & τσοπαναραίων |
| αιτιατική | τον | τσοπάνη | τους | τσοπάνηδες & τσοπαναραίους |
| κλητική | τσοπάνη | τσοπάνηδες & τσοπαναραίοι | ||
| Κατηγορία όπως «τσοπάνης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσοπάνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوبان (τουρκική çoban, προφορά /t͡soˈban/) με αποηχηροποίηση [b] > [p] + -ης[1] < περσική چوپان (čupân) < μέση περσική 𐫢𐫇𐫁𐫀𐫗 (šubān)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡soˈpa.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσο‐πά‐νης
Ουσιαστικό
τσοπάνης αρσενικό (θηλυκό τσοπάνισσα δείτε και τσομπάνα)
Συγγενικά
- αρχιτσοπάνης
- παρατσόπανος
- τσομπάνα
- τσομπάναρος
- τσομπάνικα
- τσόμπανος
- τσομπανοφλογέρα, τσομπανοφλοέρα
- τσοπανάκι / τσομπανάκι
- τσοπανάκος / τσομπανάκος
- τσοπαναριό / τσομπαναριό
- τσοπάναρος / τσομπάναρος, τσοπαναραίοι
- τσοπανεύω
- τσοπάνικος
- τσοπανιλίκι, τσοπανλίκι
- τσοπάνισσα / τσομπάνισσα
- τσοπανόθεος
- τσοπανοκάλυβο / τσομπανοκάλυβο
- τσοπανοπούλα / τσομπανοπούλα
- τσοπανόπουλο / τσομπανόπουλο
- τσόπανος
- τσοπανόσκυλο / τσομπανόσκυλο
- τσοπανούδι
- τσοπανοφωτιά
- επώνυμα:
- → δείτε και Ποιμενίδης
Μεταφράσεις
τσοπάνης
|
Αναφορές
- τσοπάνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.