αβοήθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβοήθητος | η | αβοήθητη | το | αβοήθητο |
| γενική | του | αβοήθητου | της | αβοήθητης | του | αβοήθητου |
| αιτιατική | τον | αβοήθητο | την | αβοήθητη | το | αβοήθητο |
| κλητική | αβοήθητε | αβοήθητη | αβοήθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβοήθητοι | οι | αβοήθητες | τα | αβοήθητα |
| γενική | των | αβοήθητων | των | αβοήθητων | των | αβοήθητων |
| αιτιατική | τους | αβοήθητους | τις | αβοήθητες | τα | αβοήθητα |
| κλητική | αβοήθητοι | αβοήθητες | αβοήθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβοήθητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀβοήθητος (που δεν θεραπεύεται). Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (βοηθάω) βοηθ- + -ητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.voˈi.θi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐ή‐θη‐τος
Επίθετο
αβοήθητος, -η, -ο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.