αβοήθητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβοήθητος η αβοήθητη το αβοήθητο
      γενική του αβοήθητου της αβοήθητης του αβοήθητου
    αιτιατική τον αβοήθητο την αβοήθητη το αβοήθητο
     κλητική αβοήθητε αβοήθητη αβοήθητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβοήθητοι οι αβοήθητες τα αβοήθητα
      γενική των αβοήθητων των αβοήθητων των αβοήθητων
    αιτιατική τους αβοήθητους τις αβοήθητες τα αβοήθητα
     κλητική αβοήθητοι αβοήθητες αβοήθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβοήθητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀβοήθητος (που δεν θεραπεύεται). Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (βοηθάω) βοηθ- + -ητος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.voˈi.θi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβοήθητος

Επίθετο

αβοήθητος, -η, -ο

  1. που δεν είχε βοήθεια ή υποστήριξη
    το θύμα του τροχαίου έμεινε στην άσφαλτο αβοήθητο
  2. που δεν έχει πλέον την ευκαιρία να βοηθηθεί, να σωθεί
    στην τωρινή του κατάσταση, είναι αβοήθητος
  3. που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί, να σωθεί
    ένιωθα τόσο αβοήθητος όταν χωρίσαμε

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βοηθός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.