αλληλοβοηθούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλληλοβοηθούμενος | η | αλληλοβοηθούμενη | το | αλληλοβοηθούμενο |
| γενική | του | αλληλοβοηθούμενου | της | αλληλοβοηθούμενης | του | αλληλοβοηθούμενου |
| αιτιατική | τον | αλληλοβοηθούμενο | την | αλληλοβοηθούμενη | το | αλληλοβοηθούμενο |
| κλητική | αλληλοβοηθούμενε | αλληλοβοηθούμενη | αλληλοβοηθούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλληλοβοηθούμενοι | οι | αλληλοβοηθούμενες | τα | αλληλοβοηθούμενα |
| γενική | των | αλληλοβοηθούμενων | των | αλληλοβοηθούμενων | των | αλληλοβοηθούμενων |
| αιτιατική | τους | αλληλοβοηθούμενους | τις | αλληλοβοηθούμενες | τα | αλληλοβοηθούμενα |
| κλητική | αλληλοβοηθούμενοι | αλληλοβοηθούμενες | αλληλοβοηθούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αλληλοβοηθούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.