συμμαχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμμαχικός | η | συμμαχική | το | συμμαχικό |
| γενική | του | συμμαχικού | της | συμμαχικής | του | συμμαχικού |
| αιτιατική | τον | συμμαχικό | τη | συμμαχική | το | συμμαχικό |
| κλητική | συμμαχικέ | συμμαχική | συμμαχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμμαχικοί | οι | συμμαχικές | τα | συμμαχικά |
| γενική | των | συμμαχικών | των | συμμαχικών | των | συμμαχικών |
| αιτιατική | τους | συμμαχικούς | τις | συμμαχικές | τα | συμμαχικά |
| κλητική | συμμαχικοί | συμμαχικές | συμμαχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμμαχικός < αρχαία ελληνική συμμαχικός < σύμμαχο < σύν + μάχη
Επίθετο
συμμαχικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- αντισυμμαχικά
- αντισυμμαχικός
- διασυμμαχικά
- διασυμμαχικός
- διασυμμαχικώς
- ενδοσυμμαχικά
- ενδοσυμμαχικός
- ενδοσυμμαχικώς
- συμμαχικά
- συμμαχικώς
- φιλοσυμμαχικός
- → δείτε τις λέξεις σύμμαχος, συν και μάχη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.