συνδράμω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνδράμω: σχηματίστηκε από τον αόριστο του συντρέχω που ήταν «συνέδραμον» στα αρχ. ελλ. ίσως και υπό την επίδραση του επίσης αρχαίου συνδράω
| Ενεστώτας | συνδράμω |
|---|---|
| Παρατατικός και Αόριστος | συνέδραμα |
| Μέλλοντας | θα συνδράμω |
| Παρακείμενος | έχω συνδράμει |
| Υπερσυντέλικος | είχα συνδράμει |
| Συντ. Μέλλοντας | θα έχω συνδράμει |
Ρήμα
συνδράμω
- βοηθώ κάποιον, του δίνω τη συνδρομή μου, την αρωγή, τον ενισχύω υλικά ή συναισθηματικά, του συμπαραστέκομαι
- η ευγενική κυρία συνέδραμε τον ηλικιωμένο άνδρα να διασχίσει τη διάβαση
- εισφέρω, συντελώ, συνεισφέρω σε μιά πράξη, κατεύθυνση ή σε ένα έργο
- πολλοί συντελεστές συνέδραμαν στην επίτευξη αυτής της κατασκευής
Μεταφράσεις
συνδράμω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.