συνδράμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνδράμω: σχηματίστηκε από τον αόριστο του συντρέχω που ήταν «συνέδραμον» στα αρχ. ελλ. ίσως και υπό την επίδραση του επίσης αρχαίου συνδράω
Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας συνδράμω
Παρατατικός και Αόριστος συνέδραμα
Μέλλοντας θα συνδράμω
Παρακείμενος έχω συνδράμει
Υπερσυντέλικος είχα συνδράμει
Συντ. Μέλλοντας θα έχω συνδράμει

Ρήμα

συνδράμω

  1. βοηθώ κάποιον, του δίνω τη συνδρομή μου, την αρωγή, τον ενισχύω υλικά ή συναισθηματικά, του συμπαραστέκομαι
    η ευγενική κυρία συνέδραμε τον ηλικιωμένο άνδρα να διασχίσει τη διάβαση
  2. εισφέρω, συντελώ, συνεισφέρω σε μιά πράξη, κατεύθυνση ή σε ένα έργο
    πολλοί συντελεστές συνέδραμαν στην επίτευξη αυτής της κατασκευής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.