αλληλοβοήθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλληλοβοήθεια | οι | αλληλοβοήθειες |
| γενική | της | αλληλοβοήθειας | των | αλληλοβοηθειών |
| αιτιατική | την | αλληλοβοήθεια | τις | αλληλοβοήθειες |
| κλητική | αλληλοβοήθεια | αλληλοβοήθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.