αλληλοβοήθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοβοήθεια οι αλληλοβοήθειες
      γενική της αλληλοβοήθειας των αλληλοβοηθειών
    αιτιατική την αλληλοβοήθεια τις αλληλοβοήθειες
     κλητική αλληλοβοήθεια αλληλοβοήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοβοήθεια < αλληλο- + βοήθεια

Ουσιαστικό

αλληλοβοήθεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.