ασφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασφάλεια | οι | ασφάλειες |
| γενική | της | ασφάλειας & ασφαλείας |
των | ασφαλειών |
| αιτιατική | την | ασφάλεια | τις | ασφάλειες |
| κλητική | ασφάλεια | ασφάλειες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασφάλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσφάλεια[1] < ἀσφαλής
- παροχή προστασίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sécurité, sûreté
- σχετικά με ασφαλιστική κάλυψη < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική insurance & γαλλική assurance

Πίνακας με ηλεκτρικές ασφάλειες.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsfa.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σφά‐λει‐α
Ουσιαστικό
ασφάλεια θηλυκό( συνήθως στον ενικό)
- το να νιώθει κάποιος ότι είναι ασφαλής απέναντι σε κινδύνους
- ↪ η οικογένεια μπορεί να προσφέρει το αίσθημα της ασφάλειας στα μέλη της
- η τήρηση της δημόσιας τάξης
- ↪ σώματα ασφαλείας
- (με κεφαλαίο αρχικό) παράρτημα της αστυνομίας το οποίο στελεχώνεται από αστυνομικούς με πολιτική περιβολή (μη ένστολους) με σκοπό τις παρακολουθήσεις υπόπτων
- ※ Ένα μεσημέρι ήρθε η Ασφάλεια και δήλωσε πως θα κάνει έρευνα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- η διατήρηση της ειρήνης
- ↪ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ
- η έλλειψη σφάλματος, η βεβαιότητα
- ↪ μπορεί κανείς να συμπεράνει με σχετική ασφάλεια ότι ...
- ασφαλιστική εταιρεία, εταιρεία που ασφαλίζει τους πελάτες της έναντι κινδύνων, εισπράττει από αυτούς ασφάλιστρα και τους αποζημιώνει αν υποστούν κάποια βλάβη για την οποία έχουν ασφαλιστεί
- το ασφαλιστικό συμβόλαιο που έχει υπογράψει ένας ασφαλισμένος με την ασφαλιστική εταιρεία
- μηχανισμός που προστίθεται σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο και προστατεύει από υπερβολική τάση
- μηχανισμός που προστατεύει μια συσκευή, ένα όπλο, μια εγκατάσταση από ατύχημα, υπερφόρτωση, τυχαία εκπυρσοκρότηση κλπ
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- εθνική ασφάλεια
- κενό ασφάλειας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ασφαλής
Μεταφράσεις
ασφάλεια
|
Αναφορές
- ασφάλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.