αλληλασφάλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλασφάλεια οι αλληλασφάλειες
      γενική της αλληλασφάλειας των αλληλασφαλειών
    αιτιατική την αλληλασφάλεια τις αλληλασφάλειες
     κλητική αλληλασφάλεια αλληλασφάλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλασφάλεια < αλληλο- + ασφάλεια

Ουσιαστικό

αλληλασφάλεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.