ναυτασφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναυτασφάλεια | οι | ναυτασφάλειες |
| γενική | της | ναυτασφάλειας | των | ναυτασφαλειών |
| αιτιατική | τη | ναυτασφάλεια | τις | ναυτασφάλειες |
| κλητική | ναυτασφάλεια | ναυτασφάλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυτασφάλεια < ναυτο- + ασφάλεια
Μεταφράσεις
ναυτασφάλεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.